αεξίτοκος

αεξίτοκος
ἀεξίτοκος, -ον (Α)
αυτός που αυξάνει, που τρέφει το έμβρυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι-* + -τόκος < τίκτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀεξιτόκοιο — ἀεξίτοκος nourishing the fruit of the womb masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεξιτόκου — ἀεξίτοκος nourishing the fruit of the womb masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεξιτόκῳ — ἀεξίτοκος nourishing the fruit of the womb masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”